- ἐπευφήμησαν
- ἐπευφημέωassent with a shout of applauseaor ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐπευφημέωassent with a shout of applauseaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επευφημώ — (AM ἐπευφημῶ, έω) μσν. νεοελλ. εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση αρχ. μσν. 1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῑσθαι θ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 2. εγκωμιάζω, εξυμνώ αρχ. 1. εύχομαι… … Dictionary of Greek
Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η … Dictionary of Greek
Πιτσίνι, Νικολό — (Piccinni, Μπάρι 1728 – Πασί, Παρίσι 1800). Ιταλός συνθέτης. Συμπλήρωσε τις μουσικές του σπουδές στη Νάπολη, όπου το 1754 άρχισε τη σταδιοδρομία του ως συνθέτης όπερας, με τις Πεισματάρες γυναίκες, δείχνοντας το ίδιο ενδιαφέρον για το κωμικό και… … Dictionary of Greek